- αφρόμετρο
- Ειδικό χημικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της πίεσης που εξασκούν οι φυσαλίδες του ανθρακικού οξέος, το οποίο περιέχεται στα αφρώδη κρασιά (σαμπανιζέ). Η ωρίμανση του κρασιού είναι ανάλογη προς την πίεση του ανθρακικού οξέος, που πρέπει να ξεπερνά οπωσδήποτε τις 4 ατμόσφαιρες. Η χρήση του είναι πολύ εύκολη και γίνεται με την απλή προσαρμογή του οργάνου στο δοχείο που περιέχεται το κρασί που είναι να μετρηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.